- εγκλήω
- ἐγκλῄωβλ. εγκλείω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκλείω — (AM ἐγκλείω Α και ἐγκλῄω) κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω νεοελλ. 1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο 2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω … Dictionary of Greek